- ἀνωνυμίᾳ
- ἀνωνυμίᾱͅ , ἀνωνυμίαnamelessnessfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνωνυμία — ἀνωνυμίᾱ , ἀνωνυμία namelessness fem nom/voc/acc dual ἀνωνυμίᾱ , ἀνωνυμία namelessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανωνυμία — η (Α ἀνωνυμία) ανυπαρξία ονόματος νεοελλ. απόκρυψη ονόματος … Dictionary of Greek
ανωνυμία — η απόκρυψη του ονόματος: Η εφημερίδα σεβάστηκε την ανωνυμία του πληροφοριοδότη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνωνυμίαν — ἀνωνυμίᾱν , ἀνωνυμία namelessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωνυμίῃ — ἀνωνυμία namelessness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… … Dictionary of Greek
αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… … Dictionary of Greek
Anonymity — This article is about identification. For anonymity in Wikipedia, see Wikipedia:Anonymity. For other uses, see Anonymous (disambiguation) and Anonymus (disambiguation). Anonymity is derived from the Greek word ἀνωνυμία, anonymia, meaning without… … Wikipedia
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
νωνυμία — νωνυμία, ἡ (Α) [νώνυμος] ανωνυμία, αφάνεια … Dictionary of Greek